- σαῶσαι
- σάω, σαῶσαι: see σαόω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
σαώσαι — σαώσαῑ , σαόω aor opt act 3rd sg σαώσαῑ , σώζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαῶσαι — σαόω aor inf act σώζω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
σαώ — και επικ. τ. σῶ, όω, Α διατηρώ κάποιον ή κάτι ασφαλές, σώζω («σαώσει Ἀργείους καὶ νῆας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶς / σάος / σῶος. Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. σαῶσαι, τον παθ. αόρ. σαωθῆναι και τον μέλλ. σαώσω (βλ. και λ. σώζω)] … Dictionary of Greek
σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek